- συνεκπαιδεύω
- συνεκπαίδευσα, συνεκπαιδεύτηκα, εκπαιδεύω μαζί αγόρια και κορίτσια ή δύο ξεχωριστές ομάδες ατόμων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνεκπαιδεύω — Ν εκπαιδεύω από κοινού μαθητές και τών δύο φύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εκπαιδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek